1 ἔννοος
νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα A.Pr. 444
οὐδεὶς ἔ. ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου Pl.Ti. 71e
ἐννούστατος Hsch.
ζωή Plot.6.2.21
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔννοος